- πτώιος
- και πτῷος, ὁ, Α [Πτῷον]1. ως κύριο όν. Πτώιος και Πτῷοςπροσωνυμία τού Απόλλωνος, από το όρος Πτῷον τής Βοιωτίας2. φρ. «τὰ Πτώια» — γιορτή προς τιμήν τού Πτώου Απόλλωνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πτωιεύς — ὁ, Α ο Πτώιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πτώιος + κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek